- ἐμψυχίᾳ
- ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχίαhaving life in onefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμψυχία — ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc/acc dual ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) … Dictionary of Greek
ἐμψυχίας — ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem acc pl ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψυχίαι — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψυχίαν — ἐμψυχίᾱν , ἐμψυχία having life in one fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψυχιῶν — ἐμψυχία having life in one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψυχίαις — ἐμψυχία having life in one fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)